πιστώσεις

πιστώσεις
πίστωσις
assurance
fem nom/voc pl (attic epic)
πίστωσις
assurance
fem nom/acc pl (attic)
πιστόω
make trustworthy
aor subj act 2nd sg (epic)
πιστόω
make trustworthy
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… …   Dictionary of Greek

  • πιστούχος — ο, Ν 1. αυτός που έχει πίστωση 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πιστουχοι αυτοί που παίρνουν πιστώσεις από την τράπεζα καθώς και αυτοί για τους οποίους έχει αποφασιστεί, μετά από αίτησή τους και έλεγχο τών αρμόδιων οργάνων, να παίρνουν ορισμένου… …   Dictionary of Greek

  • ρευστότητα — Στην οικονομία είναι η ιδιότητα που έχει ένα αγαθό να μετατρέπεται γρήγορα σε χρήμα* χωρίς να χάνει σημαντικό μέρος της αξίας του. Κατεξοχήν ρευστά αγαθά είναι π.χ. τα χαρτονομίσματα και οι τραπεζικές καταθέσεις όψης. Λιγότερο ρευστά είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… …   Dictionary of Greek

  • αναξιοπιστία — η 1. το να είναι κανείς αναξιόπιστος, να μη θεωρείται άξιος να γίνει πιστευτός 2. το να μη θεωρείται κανείς άξιος για εμπορικές συναλλαγές, για πιστώσεις, η αφερεγγυότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναξιόπιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαίο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • κτηματικός — και χτηματικός, ή, ό (AM κτηματικός, ή, όν) [κτήμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτήμα, δηλαδή σε αγροτική έκταση ή έπαυλη («κτηματική περιουσία») νεοελλ. φρ. «Κτηματική Τράπεζα» τράπεζα που χορηγεί πιστώσεις με υποθήκη ακίνητα κτήματα αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”